ῥαθάσσω

ῥαθάσσω
ῥᾰθάσσω,
A = ῥαίνω, in [voice] Pass., Hsch., Phot.
II = πλήσσω, Hsch. ([voice] Pass.). [full] ῥαθμίζεσθαι· ῥαίνεσθαι, Id.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ραθάσσω — Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (το παθ.) ῥαθάσσομαι α) ραίνομαι β) «πλήττομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥαθάμιγξ] …   Dictionary of Greek

  • ῥαθασσόμενοι — ῥαθάσσω pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”